- μονόκλωνος
- -η, -ο (ΑΜ μονόκλωνος, -ον)(για φυτά) αυτός που έχει έναν μόνο κλώνονεοελλ.1. (για νήματα) αυτός που αποτελείται από μία μόνο κλωστή2. βιολ. αυτός που ανήκει στον ίδιο κυτταρικό κλώνο3. φρ. «μονόκλωνη ανοσοσφαιρίνη» — ανοσοσφαιρίνη η οποία εμφανίζεται σε ένα ομοιογενές έπαρμα κατά την ηλεκτροφόρηση.[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* + κλῶνος].
Dictionary of Greek. 2013.